ποδοφυλλίνη

ποδοφυλλίνη
η, Ν
(βιοχ.) ρητίνη που εξάγεται από τα ριζώματα τού φυτικού είδους Podophyllum peltatum και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό, χολαγωγό κυρίως όμως για τη θεραπεία αφροδίσιων νόσων, καθώς και στην αντικαρκινική χημειοθεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. podophylline (< ποδόφυλλο*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποδόφυλλο — (podophyllum). Δικότυλο φυτό της οικογένειας των βερβεριδών, με 5 είδη, που ευδοκιμούν στην Αμερική, Ιμαλάια και Κίνα. Είναι πόες πολυετείς και φρυγανώδεις, με ριζωματώδη κορμό, φύλλα στρογγυλά και άνθη λευκά με βαριά μυρουδιά. Ο καρπός τους… …   Dictionary of Greek

  • καθαρτικά — Φάρμακα που διευκολύνουν την κένωση του περιεχομένου του εντέρου. Aποκαλούνται ήπια κ. ή υπακτικά, όταν η δράση τους είναι ήπια, και δραστικά, όταν η δράση τους είναι έντονη. Ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους, διακρίνονται σε δύο ομάδες:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”